- παρεμπολή
- παρεμ-πολή, ἡ, late spelling of παρεμβολή, BGU814.14 (iii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρεμπολή — ἡ, Α μτγν τ. τού παρεμβολή … Dictionary of Greek
εμπολή — και αμπολή, η (AM ἐμπολή) νεοελλ. 1. αυλάκι με το οποίο διοχετεύεται το νερό για άρδευση ή σε δεξαμενή μύλου, χαντάκι, οχετός, λούκι, κν. αμπολή 2. αρδευτικό φράγμα 3. πρόχειρο άνοιγμα τοίχου που χρησιμεύει ως διάβαση μσν. εισαγωγή εμπορεύματος… … Dictionary of Greek
παρεμπολᾶν — παρεμπολάω traffic underhand in pres part act masc voc sg (doric aeolic) παρεμπολάω traffic underhand in pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) παρεμπολάω traffic underhand in pres part act masc nom sg (doric aeolic) παρεμπολᾶ̱ν ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)